Σ’ ένα nyxterino κατάστρωμα στην αρχή βλέπεις σκέτη σκοτεινιά. Δε βρίσκεις την τσάντα σου ούτε τα πόδια του διπλανού σου. Μετά από πέντε λεπτά το μάτι διακρίνει περιγράμματα, και ότι ήταν κατάμαυρο έχει γίνει απαλό γκρι. Βλέπεις τη φάτσα του Γιάννη που κοιμάται δίπλα σου, την κουπαστή, το περίγραμμα της Άννας, αυτούς που έρχονται κατά πάνω σου να σε πατήσουν –είναι περαστικοί, κινητικοί, καπνιστές, βλέπουν μόνο μαύρο. Ο τρόπος για να φωτίσει είναι να μείνεις ακίνητος στο λουλουδέ σλήπινγκ μπαγκ σου. Κοιτάζοντας, το τονίζω αυτό, τα αστέρια. Και θα νομίζεις ξαφνικά ότι χάραξε, τόσα θα βλέπεις.
Αναρωτιέμαι αν ισχύει και στη ζωή: αν καθίσω ήσυχη, αφουγκραζόμενη κάργα, αν θα αρχίσω να βλέπω ξαφνικά περιγράμματα - εκεί που ήταν τυφλά και θολά σαν κατάστρωμα πλοίου.
ΈΝΑ ΜΥΣΤΙΚΟ. Δε σιχαίνομαι πάντα τα πλοία. Όχι όταν ξαπλώνω στο κατάστρωμα ανάσκελα με τη θάλασσα λάδι. Δίπλα ο Γιάννης και η Άννα τσουγκρίζουν κεφάλια. Μια ροδαλή σουηδέζα/ ένας μελαχρινός, όλο μέλλον. Κοιμούνται -κοινότοπο, εντάξει- σαν ερωτευμένοι. Αυτοί με σύραν εδώ, μακριά από μοκέτες, κι από αυτούς που χυμένοι σε τσάντες/ σε πατώματα/ σε τραπέζια πλαστικά, ροχαλίζουν - και δεν έχουν κανέναν να αγαπομισούν στο πλευρό τους.
Το οπτικό μου πεδίο γεμίζει αστέρια και χάσιμο, το οπτικό μου πεδίο είναι φιξ, όταν, όπως τώρα, μαντρώνομαι σ’ ένα σλήπινγκ μπαγκ του Ιουνίου, κι ο ουρανός αναβοσβήνει στα μούτρα μου σα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα διερχόμενα φωτάκια, τα ασπροκόκκινα, δεν είναι αστέρια. Αλλά ξέρω τι είναι. [Όλοι το ξέρουν αυτό, είναι αεροπορικά φωτάκια.]
Αυτές οι ριπές που μυρίζουνε είναι τσιγάρο. Το γιγάντιο φουρφούρι στην κορυφή είναι κάτι αναγκαίο. Κι όπως είπα και πριν τα παιδιά μες τον ύπνο κοιτιούνται.
Κρατάω τα μάτια ορθάνοιχτα όλο το βράδυ.
[καποιοι μου γραψατε: τι απεγινα και γιατι δε γράφω. Ευχαριστώ.]